Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κατάρραχα — επίρρ. βλ. κατάραχα … Dictionary of Greek
κατάραχα — και κατάρραχα επίρρ. στη ράχη τού βουνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ράχη + επιρρμ. κατάλ. α] … Dictionary of Greek